- ηφαιστειογενής
- ης, ες вулканический, вулканического происхождения;
ηφαιστειογενές έδαφος (πέτρωμα) — вулканическая почва (порода)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηφαιστειογενές έδαφος (πέτρωμα) — вулканическая почва (порода)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηφαιστειογενής — ές 1. αυτός που έχει προέλθει ή σχηματιστεί από έκρηξη ηφαιστείου («ηφαιστειογενής νήσος») 2. αυτός που προέρχεται από ηφαιστειακή ενέργεια («ηφαιστειογενείς σεισμοί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηφαίστειο + γενής < γένος (πρβλ. ευ γενής, σεισμο γενής). Η… … Dictionary of Greek
ηφαιστειογενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που προέρχεται από ηφαίστειο: Ηφαιστειογενείς σεισμοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφρόπετρα — Σπογγώδης, ελαφριά, ηφαιστειογενής πέτρα, γεμάτη πόρους. Στη σύνθεση μοιάζει με το γυαλί, έχει πάρει όμως διαφορετική μορφή γιατί προέρχεται από υγρή λάβα που έχει κρυώσει απότομα. Βρίσκεται κυρίως στη Θήρα (Σαντορίνη) και στα ιταλικά νησιά… … Dictionary of Greek
Αγία Ελένη — I Νησί (122 τ. χλμ.) στον νότιο Ατλαντικό, περίπου 1.900 χλμ. δυτικά των αφρικανικών ακτών (15° 55΄ Ν πλάτος, 5° 42΄ Α μήκος), που αποτελεί υπερπόντια κτήση της Μεγάλης Βρετανίας. Έχει περίπου 6.000 κατ., κυρίως νέγρους και μιγάδες. Πρωτεύουσά… … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
Αζόρες — (Azores). Νησιωτικό σύμπλεγμα (2.305 τ. χλμ., 242.000 κάτ. το 2001) του βόρειου Ατλαντικού. Ανήκει πολιτικά στην Πορτογαλία και αποτελεί τμήμα του μητροπολιτικού εδάφους της. Βρίσκεται μεταξύ 36° 55’ και 39° 43’ βόρειου πλάτους και 25° 1’ και 31° … Dictionary of Greek
Άντεν — (Adan).Πόλη (510.400 κάτ. το 2002) της Υεμένης στη βόρεια ακτή του μεγάλου ομώνυμου κόλπου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (530.400 κάτ. το 2002). Ένα τμήμα της πόλης έχει χτιστεί σε ηφαιστειογενή χερσόνησο και ένα άλλο στον στενό αμμώδη ισθμό… … Dictionary of Greek
Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Βακαρίνι, Τζοβάν Μπατίστα — (GiovanBatista Vaccarini, Παλέρμο 1702 – 1768). Ιταλός αρχιτέκτονας, γνωστός για την ικανότητά του να κατασκευάζει επιστημονικά όργανα από νεαρή ηλικία. Αργότερα έγινε κληρικός και το 1730 εγκαταστάθηκε στην Κατάνη, όπου συνεργάστηκε για την… … Dictionary of Greek
Βιρούνγκα — (Virunga). Ορεινή ηφαιστειογενής περιοχή της κεντρικής Αφρικής, στα σύνορα μεταξύ Ουγκάντα, Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και Ρουάντα. Το ανατολικό της τμήμα, που αποτελείται από έξι σβησμένα ηφαίστεια, φτάνει σε ύψος τα 4.660 μ. και το δυτικό… … Dictionary of Greek